κορδίζω

κορδίζω
(Μ κορδίζω) [κόρδα]
κουρδίζω
μσν.
εκτείνω, τεντώνω, τραβώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουρδίζω — και κουρντίζω και κορδίζω και χορδίζω (Μ κορδίζω) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον τόνο που χρειάζεται νεοελλ. 1. συσπειρώνω με το κουρδιστήρι το ελατήριο ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής 1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει,… …   Dictionary of Greek

  • ακόρδιστος — η, ο [κορδίζω] ο ακούρδιστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”